Θετικά παραμένουν τα μηνύματα από το μέτωπο της μείωσης του χρέους της Ελλάδας, σύμφωνα με την Wood & Company, η οποία βλέπει ότι η χρηματοδοτική θέση της χώρας παραμένει εξαιρετικά ισχυρή, με επαρκή αποθέματα ρευστότητας που θα χρησιμοποιηθούν για την περαιτέρω μείωση του δημόσιου χρέους, υποστηρίζοντας ενδεχόμενες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας στην κατηγορία των επενδυτικών βαθμίδων.
ΗΤα κρατικά ταμεία διατηρούν αποθεματικά ύψους €42,6 δισ., τριπλάσια των φετινών αναγκών, ενώ το πρόγραμμα αποπληρωμών είναι ομαλό, με περίπου €11 δισ. ετησίως ως το 2036.
Η Ελλάδα καταγράφει διαρκώς υψηλότερα πλεονάσματα από τους στόχους – το 2024 σε ταμειακή βάση το πρωτογενές πλεόνασμα έφτασε στο 5,1% του ΑΕΠ και στο πρώτο επτάμηνο του 2025 είχε ανέλθει στο 6,5%.
Έτσι, το χρέος έχει μπει σε καθαρή τροχιά αποκλιμάκωσης. Από το ιστορικό υψηλό του 212,8% του ΑΕΠ το 2021, έχει πέσει στο 152,5% το α΄ τρίμηνο του 2025, με την κυβέρνηση να στοχεύει σε 149,1% στο τέλος του έτους. Η Wood εμφανίζεται πιο αισιόδοξη, προβλέποντας περαιτέρω πτώση στο 144,2% το 2025, στο 134,5% το 2026 και σε μόλις 101,3% το 2030. Εφόσον το σενάριο αυτό επαληθευθεί, η χώρα θα έχει μειώσει το χρέος της κατά πάνω από 110 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ μέσα σε μία δεκαετία – κάτι που θα εδραιώσει οριστικά την επιστροφή της σε μια σταθερή, επενδυτικού επιπέδου οικονομία.
Αναφορικά με την σύνθεση του χρέους, η πλειονότητα του δημοσίου χρέους είναι συγκεντρωμένη σε δάνεια, αντί για χρεόγραφα (108,6% έναντι 40,9% του ΑΕΠ). Μέχρι τον Ιούνιο του 2025, τα μεγαλύτερα δανειακά στοιχεία είναι ο ESFS (31,25% του συνόλου), ακολουθούμενος από τον ESM (14,8%) και το GLF (7,8%).

Κλειδί σε αυτήν την πορεία αποτελεί η διαχείριση των δανείων της κρίσης. Ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Οικονομικών έχουν ήδη θέσει ως στόχο την πρόωρη εξόφληση των δανείων του Greek Loan Facility (GLF) έως το 2031, δέκα χρόνια νωρίτερα. Αυτό θα μειώσει τον μελλοντικό κίνδυνο αναχρηματοδότησης με ακριβότερους όρους, καθώς τα χαμηλότοκα δάνεια της κρίσης θα έπρεπε να αντικατασταθούν με νέα, με επιτόκια πάνω από 3%.

Δημοσιονομική απόδοση και διορθώσεις
Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να καταγράφει ισχυρές επιδόσεις, με το πρωτογενές πλεόνασμα να φτάνει το 5,1% του ΑΕΠ το 2024 και να επεκτείνεται σε 6,5% του ΑΕΠ σε 12μηνη βάση μέχρι τον Ιούλιο του 2025.
Οι ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις οφείλονται κυρίως σε αυξημένα έσοδα από φόρους και τη σημαντική συνεισφορά της συμφωνίας παραχώρησης της Εθνικής Οδού Αττικής (3,3 δισ. ευρώ). Τα έξοδα, από την πλευρά τους, μειώθηκαν κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, κυρίως λόγω της μείωσης των συντάξεων και των κοινωνικών παροχών.
Οι προσπάθειες για βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης έχουν φέρει καρπούς, με τις εισπράξεις από τον φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων να έχουν αυξηθεί κατά 1 ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ και από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες. Ωστόσο, η Ελλάδα παραμένει με ένα σχετικά υψηλό φορολογικό βάρος, με υψηλούς φορολογικούς συντελεστές και περιορισμένη φορολογική βάση, διαπιστώνει η Wood & Company.
Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωσε ένα πακέτο δημοσιονομικής χαλάρωσης για το 2026, το οποίο περιλαμβάνει ευρείας κλίμακας μειώσεις στον φόρο εισοδήματος, επιπλέον ενισχύσεις για τις οικογένειες, τους νέους και τους συνταξιούχους, καθώς και μια νέα κλίμακα μισθών για τις ένοπλες δυνάμεις, την αστυνομία, την πυροσβεστική και το λιμενικό σώμα. Το πακέτο έχει αξία 1,76 δισ. ευρώ (0,7% του ΑΕΠ) για το 2026 και 2,5 δισ. ευρώ (0,9% του ΑΕΠ) για το 2027, με εκτιμώμενο όφελος για περίπου 4 εκατομμύρια φορολογούμενους.
Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι δημογραφικές προκλήσεις, οι συντελεστές ΦΠΑ μειώνονται σε απομακρυσμένες περιοχές με πληθυσμό κάτω των 20.000 κατοίκων (από 24% σε 17%, και από 13% σε 9%), ενώ ο φόρος ακίνητης περιουσίας στις αγροτικές περιοχές με πληθυσμό κάτω των 1.500 κατοίκων έχει μειωθεί και θα καταργηθεί πλήρως μέχρι το 2027.
Επιπλέον, προβλέπονται φορολογικές ελαφρύνσεις για τις μακροχρόνιες μισθώσεις και αναστολή του ΦΠΑ στις νέες κατασκευές. Όλα αυτά προηγούνται της ανακοίνωσης του προϋπολογισμού του 2026, ο οποίος δεν έχει δημοσιευτεί ακόμα (αναμένεται τον Οκτώβριο, σύμφωνα με την παράδοση των προηγούμενων ετών).
Οι εκτιμήσεις για την οικονομία
Παρά την κάμψη της κατανάλωσης, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται με ρυθμούς πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η Wood προβλέπει ανάπτυξη 2% το 2025 και 2,5% το 2026, έναντι 2% και 1,8% αντίστοιχα στο consensus. Οι επενδύσεις στηρίζονται κυρίως από την απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης: μέχρι σήμερα η Ελλάδα έχει λάβει €21,3 δισ., που αντιστοιχούν στο 59,3% του συνολικού ποσού, και έως τον Σεπτέμβριο αναμένεται να ξεπεράσει το 70%.

Αμυντικές δαπάνες
Στο μέτωπο των αμυντικών δαπανών, η Ελλάδα συνεχίζει να ενισχύει τις δαπάνες, με το 2024 να κατατάσσεται μεταξύ των κορυφαίων χωρών της Συμμαχίας του ΝΑΤΟ, με το ποσοστό του ΑΕΠ να ανέρχεται στο 3,1%, αυξημένο από το 2,8% το 2023.
Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης παρουσίασε το 12ετές σχέδιο για δαπάνη 25 δισ. ευρώ στον τομέα της άμυνας, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος του ΝΑΤΟ για δαπάνες 5% του ΑΕΠ μέχρι το 2035.
Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Ένωση ενέκρινε την εξαίρεση για τις αμυντικές δαπάνες, επιτρέποντας την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών κατά 0,5 δισ. ευρώ (0,2% του ΑΕΠ) το 2026, ενώ η Ελλάδα έχει αιτηθεί 1,2 δισ. ευρώ από το πρόγραμμα χαμηλότοκων δανείων της ΕΕ για την άμυνα (SAFE), με 0,8 δισ. ευρώ να έχουν εγκριθεί μέχρι τον Σεπτέμβριο.
Επενδυτική δραστηριότητα
Η οικονομική δραστηριότητα παρουσίασε ήπια επιβράδυνση στο πρώτο εξάμηνο του 2025, ωστόσο παραμένει σε πορεία ανάπτυξης 2% και 2,5% για το τρέχον και το επόμενο έτος, αντίστοιχα.
Επίσης, η κατανάλωση των νοικοκυριών παρουσίασε επιβράδυνση στο 0,8% σε ετήσια βάση το δεύτερο τρίμηνο του 2025, από 1,3% το πρώτο τρίμηνο, κυρίως λόγω της μείωσης των δαπανών για υπηρεσίες, ενώ οι πραγματικές λιανικές πωλήσεις παρέμειναν στάσιμες. Παρόλα αυτά, οι δαπάνες για σταθερές επενδύσεις συνεχίζουν να κινούνται ανοδικά, υποστηριζόμενες από τη χρησιμοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Η Ελλάδα έχει ήδη λάβει 21,3 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης (59,3% του συνολικού ποσού), με την κυβέρνηση να υποβάλλει αίτημα 2,1 δισ. ευρώ τον Ιούλιο και προγραμματίζοντας επιπλέον 1,8 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο.
Το συνολικό ποσό των εκταμιεύσεων αναμένεται να φτάσει τα 25,2 δισ. ευρώ (70,1% του συνολικού ποσού) μέχρι το τέλος του 2025. Παράλληλα, η Κομισιόν ενέκρινε τον αναθεωρημένο σχέδιο ανάκαμψης, με στόχο την βελτιστοποίηση της υλοποίησης των έργων και τη μέγιστη αξιοποίηση των πόρων.
Στο μέτωπο της αγοράς εργασίας, ο κατώτατος μισθός αναμένεται να αυξηθεί κατά 6% το 2025, από 830 ευρώ σε 880 ευρώ το μήνα, ενώ η κυβέρνηση σκοπεύει να τον αυξήσει περαιτέρω στα 950 ευρώ το 2027, ενόψει εκλογών. Η αύξηση αυτή θα συμβαδίζει με την αναμενόμενη ανάπτυξη του πραγματικού μισθού κατά 4% το 2026 και 3,8% το 2027, περιορίζοντας τις πληθωριστικές πιέσεις και ενισχύοντας την παραγωγικότητα.